καταληπτικός, -ή, -ά

καταληπτικός, -ή, -ά
καταληπτικός, -ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ασθένεια καταληψία ή αυτός που πάσχει από την ασθένεια αυτή: Η γυναίκα αυτή είναι καταληπτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταληπτικός — able to check masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικά — καταληπτικός able to check neut nom/voc/acc pl καταληπτικά̱ , καταληπτικός able to check fem nom/voc/acc dual καταληπτικά̱ , καταληπτικός able to check fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικῶν — καταληπτικός able to check fem gen pl καταληπτικός able to check masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικόν — καταληπτικός able to check masc acc sg καταληπτικός able to check neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικαῖς — καταληπτικός able to check fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικαί — καταληπτικός able to check fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικοί — καταληπτικός able to check masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικοῦ — καταληπτικός able to check masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικούς — καταληπτικός able to check masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταληπτικῆς — καταληπτικός able to check fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”